Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Η «ψυχολογική ενότητα» της ανθρωπότητας δεν αφήνει περιθώρια για αντιδραστικές κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις





Βιολογία και συμπεριφορά υγείας

Εκτός από τις ενδογενείς ψυχολογικές διεργασίες και τις εξωγενείς περιβαλλοντικές επιδράσεις, στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς σημαντικό ρόλο παίζουν και βιολογικοί παράγοντες, όπως είναι η κληρονομικότητα. Το ερώτημα σε ποιο βαθμό το βιολογικό υπόστρωμα και η κληρονομικότητα επιδρούν στη συμπεριφορά έχει αποτελέσει αντικείμενο πλούσιου προβληματισμού και έντονων αντιπαραθέσεων.

Ο σχετικός προβληματισμός και η συνακόλουθη διαμάχη πέρασε από διάφορες φάσεις κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε ο κοινωνικός δαρβινισμός, που επιχείρησε να εφαρμόσει τους βιολογικούς νόμους της δαρβινικής εξέλιξης στην κοινωνική ζωή. Η αντίδραση πολλών κοινωνικών επιστημόνων σε ό,τι θεωρήθηκε μήτρα του ρατσισμού, του εθνικισμού και του μιλιταρισμού οδήγησε στη θεωρία του πολιτισμικού σχετικισμού, σύμφωνα με την οποία οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους οφείλονται στις κοινωνικές σχέσεις. Ορισμένοι, μάλιστα, ακραίοι περιβαλλοντιστές υποστήριξαν ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της δικής του κουλτούρας. Στη δεκαετία, όμως, του 1950, ηθολόγοι, βιολόγοι και ζωολόγοι διαπίστωσαν σημαντικές ομοιότητες στην κοινωνική συμπεριφορά των ζώων, καθώς και ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο. Την επόμενη δεκαετία πολλοί ερευνητές, κυρίως αμερικανοί (Desmond Morris, Konrad Lorenz, κ.ά.) ερμήνευσαν την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση τη βιολογική φύση του ανθρώπου. Έμφυτες τάσεις και ενορμήσεις (η επιθετικότητα, η σεξουαλικότητα, η χωροκράτεια, αλλά και ο αλτρουισμός), που αναπτύχθηκαν από τους προγόνους του ανθρώπου μέσω της φυσικής επιλογής, είναι χαρακτηριστικά που συναντώνται και σε άλλα ζώα. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 αναπτύχθηκε μια άγονη διαμάχη για το αν οι βασικές συμπεριφορές του ανθρώπου αποτελούν παράγωγα της κληρονομικότητας, ή αν πρόκειται για επίκτητα χαρακτηριστικά.

Παρά τη διαμάχη αυτή και την κριτική για βιολογικό ντετερμινισμό που ασκήθηκε στους υποστηρικτές της βιολογικής κατά βάση ερμηνείας, λίγα χρόνια αργότερα αναπτύχθηκε μια πιο σύγχρονη σχετική αντίληψη, που δημιούργησε τη σχολή της κοινωνιοβιολογίας 1. Για τους κοινωνιοβιολόγους, ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες για τον καθορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η επίδραση των γονιδίων και η διαδικασία της φυσικής επιλογής. Σύμφωνα με τον πατέρα της κοινωνιοβιολογίας, σύγχρονο αμερικανό βιολόγο E. O. Wilson, τα σύνθετα χαρακτηριστικά, όπως η ανθρώπινη συμπεριφορά, επηρεάζονται από πολλά γονίδια, καθένα από τα οποία συνεισφέρει στο συνολικό αποτέλεσμα. Το γενετικό συμφέρον, η επιβίωση και η αναπαραγωγή των γονιδίων δια της φυσικής επιλογής διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και σφραγίζουν τους θεσμούς που τη διέπουν. Μάλιστα, ο άγγλος βιολόγος Richard Dawkins, συγγραφέας του γνωστού βιβλίου Το εγωιστικό γονίδιο, υποστήριξε ότι κάθε χαρακτηριστικό του ανθρώπινου οργανισμού, περιλαμβανομένης και της κοινωνικής συμπεριφοράς, δεν αποτελεί παρά προσαρμογή που εξυπηρετεί τη διάδοση των γονιδίων. Βέβαια, τα ανθρώπινα γονίδια δεν καθορίζουν ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, αλλά προδιαγράφουν την ικανότητα για μια συγκεκριμένη διευθέτηση χαρακτηριστικών. Σε ορισμένες κατηγορίες συμπεριφοράς, πάντα κατά τους κοινωνιοβιολόγους, οι διευθετήσεις είναι περιοριστικές και το αποτέλεσμα μπορεί να τροποποιηθεί με εντατική εκπαίδευση -όταν αυτό είναι δυνατό. Σε άλλες περιπτώσεις, οι διευθετήσεις επιτρέπουν τον εύκολο επηρεασμό της συμπεριφοράς.

Παρά την έμφαση που προσδίδουν οι κοινωνιοβιολόγοι στο βιολογικό υπόβαθρο της συμπεριφοράς, δεν διστάζουν να αναγνωρίσουν το ρόλο που διαδραματίζει η αλληλεπίδραση της κληρονομικότητας με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος κληρονομεί τις συνολικές διευθετήσεις, αλλά σε κάθε συγκεκριμένο περιβάλλον υπάρχει και μια αντίστοιχη κατανομή πιθανότητας διαφορετικών συμπεριφορών. Το ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά θα εκδηλώσει το άτομο εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, καθώς και από τις εμπειρίες που αποκτά.

Οι αποσαφηνίσεις αυτές δεν εμπόδισαν να κατηγορηθεί και η κοινωνιοβιολογία για βιολογικό ντετερμινισμό με ασαφή εφαρμογή των αρχών της βιολογίας στην κοινωνική ζωή. Σύμφωνα με τους επικριτές της, τα επιμέρους γονίδια δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για συγκεκριμένες συμπεριφορές. Επειδή, μάλιστα, η βιολογία και η γενετική επιστρατεύτηκαν κατά το παρελθόν από αντιδημοκρατικά καθεστώτα για να εξυπηρετήσουν ρατσιστικές και ευγονικές πολιτικές, η κριτική που ασκείται είναι συχνά και ιστορικά φορτισμένη.

Μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, ως προς το ρόλο της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, έρχεται να υποστηρίξει πολύ πρόσφατα η εξελικτική ψυχολογία, που αποτελεί έναν από τους βασικούς πλέον κλάδους της ψυχολογίας, προϊόν του συνδυασμού της εξελικτικής θεωρίας και της υπολογιστικής θεωρίας του νου. Στο επίκεντρο της εξελικτικής ψυχολογίας, που διαμορφώθηκε από τη συνάντηση ψυχολόγων, γλωσσολόγων, ανθρωπολόγων και εξελικτικών βιολόγων, βρίσκεται ο νους ως ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ γονιδίων και συμπεριφοράς. Ο νους αποτελεί σύνολο μηχανισμών για την επεξεργασία πληροφοριών, καθένας από τους οποίους αναπτύχθηκε λόγω γονιδιακής προσαρμοστικής ανάγκης.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η μηχανή του νου, είναι το πιο πολύπλοκο «αντικείμενο» του σύμπαντος. Για τη δημιουργία του εγκεφάλου, με τα 100 δισ. «καλωδιωμένα» νευρώνιά του, απαιτούνται τουλάχιστον 3.195 γονίδια, δηλαδή περίπου 50% περισσότερα απ΄ ό,τι για οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο όργανο. Σύμφωνα με την εξελικτική ψυχολογία, τα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου σχεδιάστηκαν μέσω της φυσικής επιλογής, για να λύσουν τα προβλήματα προσαρμογής στο περιβάλλον που αντιμετώπιζαν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες πρόγονοι του σημερινού ανθρώπου. Χάρη στα κυκλώματα αυτά, αναπτύσσεται ένα σταθερό σύνολο τρόπων σκέψης και ρυθμιστικών μηχανισμών, που επιτρέπουν στον άνθρωπο να ερμηνεύει τις εμπειρίες του και να κατανοεί τις προθέσεις των άλλων. Η επίδραση κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων αποκτά δευτερεύουσα σημασία, όπως δευτερεύουσας σημασίας είναι σε σχέση με τις ομοιότητές τους και οι διαφορές που παρατηρούνται στις ανθρώπινες συμπεριφορές.

Για την εξελικτική ψυχολογία, η επίδραση που ασκεί η γενετική εξέλιξη είναι ισχυρότερη από την επίδραση που ασκεί η πολιτισμική εξέλιξη. Το μεγαλύτερο μέρος της γενετικής εξέλιξης της ανθρώπινης συμπεριφοράς πραγματοποιήθηκε σε διάστημα 5 εκατ. χρόνων, κατά την περίοδο των μη μετακινούμενων τροφοσυλλεκτών-κυνηγών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της πολιτισμικής εξέλιξης πραγματοποιήθηκε μετά την αγροτική επανάσταση, περίπου πριν από 10.000 χρόνια μόλις, διάστημα στο οποίο αντιστοιχεί σχετικά μικρή γενετική εξέλιξη. Αυτή ακριβώς η διασταύρωση μιας προϊστορικής γενετικής εξέλιξης με μια σχετικά σύγχρονη περιβαλλοντική/πολιτισμική αναγκαιότητα είναι για τους εξελικτικούς ψυχολόγους, όπως και για τους κοινωνιοβιολόγους, η βάση για να κατανοήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Για τους πρώτους όμως, σε αντίθεση με τους δεύτερους, σημασία έχει η ενότητα και όχι οι διαφορές που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος. Η «ψυχολογική ενότητα» της ανθρωπότητας δεν αφήνει περιθώρια για αντιδραστικές κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις. Άλλωστε, δεν είναι η συμπεριφορά που εξελίσσεται, όπως υποστηρίζουν οι κοινωνιοβιολόγοι, αλλά οι κοινοί γνωσιακοί μηχανισμοί, οι οποίοι παρεμβάλλονται ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά.

Αλλά και η εξελικτική ψυχολογία, παρά τη μεγάλη της απήχηση, έχει δεχτεί κριτική για τις βασικές της παραδοχές. Πρώτα απ΄ όλα, ο νους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αποδειγμένα εξελικτικό προϊόν επειδή συνηγορούν ορισμένα επιμέρους παραδείγματα νοητικών λειτουργιών και συμπεριφορών. Ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο Νόαμ Τσόμσκι, υποστηρίζουν ότι έστω κι αν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η γλώσσα, είναι σήμερα προσαρμοστικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αναδύθηκαν ως απάντηση σε εξελικτικές πιέσεις. Είναι πολύ πιθανό να αποτελούν τυχαία παράγωγα τέτοιων πιέσεων (για παράδειγμα, μια «έκρηξη» στην ευφυΐα που μπορεί να ενεργοποιήθηκε αργότερα για διάφορους σκοπούς). Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος να εισαχθεί ένα νέο είδος βιολογικού αναγωγισμού και ντετερμινισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε παρακινδυνευμένη και ανιστόρητη εξαγωγή νομικών, ηθικών και πολιτικών συμπερασμάτων. Η νεοδαρβινική θεωρία και η εξελικτική ψυχολογία μπορεί να εξηγήσουν πώς έχουν παραχθεί ορισμένα φαινόμενα αλλά οι απαντήσεις σε πιεστικά ηθικά και πολιτικά ερωτήματα δεν βρίσκονται στη «δεδομενικότητα» της φύσης.

Πάντως, ακόμα και οι επικριτές της εξελικτικής ψυχολογίας αναγνωρίζουν τη συμβολή της στη γεφύρωση του μηχανιστικού χάσματος μεταξύ του νοητικού και του φυσικού και στην υπέρβαση της καρτεσιανής αντιπαράθεσης ψυχής-σώματος, που οδήγησε στην υποβάθμιση της αίσθησης και του συναισθήματος ως νοητικών φαινομένων.

Τα τελευταία χρόνια, με την αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζει η αλληλεπίδραση ατομικής/βιολογικής προδιάθεσης και περιβάλλοντος ως προς τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αντιπαράθεση της «βιολογικής/ατομικής» προσέγγισης με την «περιβαλλοντική/κοινωνική» έχει χάσει την αρχική της ένταση. Όλο και περισσότερο καταβάλλονται προσπάθειες να ξεπεραστούν οι επιμέρους αδυναμίες της κάθε πλευράς, μέσα από μια νέα συνθετική προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη τόσο το περιβάλλον όσο και τις εσωτερικές διεργασίες, τα αναπτυξιακά βήματα, τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα, έτσι όπως αυτά καθορίζονται και από τους βιολογικούς παράγοντες. Σήμερα, με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται πλέον από πολλούς δεν είναι αν η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι γενετικά καθορισμένη, αλλά σε ποιο βαθμό.

Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, θεωρείται ότι η γενετική επίδραση είναι συνήθως σημαντικότερη ως προς την εμφάνιση χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, ενώ είναι ασθενέστερη σε ό,τι αφορά αξίες, αντιλήψεις και στάσεις. Οι τελευταίες διαμορφώνονται κυρίως υπό την επίδραση των κοινωνικών παραγόντων. Σε ό,τι αφορά τις βλάβες στο γενετικό υλικό, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ορισμένες από αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές συμπεριφορικές διαταραχές.

1Κοινωνιοβιολογία είναι η συστηματική μελέτη της βιολογικής βάσης όλων των μορφών κοινωνικής συμπεριφοράς σε όλα τα είδη των οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου.




Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.

Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
'Τι είναι το κρυφτό;'

Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί.

Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.

'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.

Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη.
Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν.
Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί....

1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.

Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.
Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.

Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου.

Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.

Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...

(αγνώστου συγγραφέα)










1 σχόλιο:

mareld είπε...

Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη.
Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα..