Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακουσω αγερα ή μουσικη που κινουσα σε ξαγναντο να βγω (μιαν απεραντη κοκκινη αμμο ανεβαινα με τη φτερνα μου σβηνοντας την Ιστορια)




Η ΓΕΝΕΣΙΣ

Στην αρχη το φως και η ωρα η πρωτη
που τα χειλη ακομη στον πηλο
δοκιμαζουν τα πραγματα του κοσμου
Αιμα πρασινο και βολβοι στη γη χρυσοι
Πανωραια στον υπνο της απλωσε και η θαλασσα
γαζες αιθερος τις αλευκαντες
κατω απο τις χαρουπιες και τους μεγαλους ορθιους φοινηκες
Εκει μονος αντικρισα
τον κοσμο
κλαιγοντας γοερα
Η ψυχη μου ζητουσε Σηματωρο και Κηρυκα
Ειδα τοτε θυμαμαι
τις τρεις Μαυρες Γυναικες.
vα σηκωνουν τα χερια κατα την Ανατολη
Χρυσωμενη τη ραχη τους και το νεφος που αφηναν
λιγο-λιγο σβηνοντας
δεξια Και φυτα σχηματων αλλων
Ηταν ο ηλιος με τον αξονα του μεσα μου
πολυαχτιδος ολος που καλουσε Και
αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
Ενιωσα ηρθε κι εσκυψε
πανω απο το λικνο μου
ιδια η μνημη γιναμενη παρον
τη φωνη πηρε των δεντρων, των κυματων:
"Εντολη σου, ειπε, αυτος ο κοσμος
και γραμμενος μες τα σπλαχνα σου ειναι
Διαβασε και προσπαθησε
και πολεμησε" ειπε
"Ο καθεις και τα οπλα του" ειπε
Και τα χερια του απλωσε οπως κανει
νεος δοκιμος Θεος για να πλασει μαζι αλγηδονα και ευφροσυνη.
Πρωτα συρθηκαν με δυναμη
και ψηλα πανω απο τα μπεντενια ξεκαρφωθηκαν πεφτοντας
οι Εφτα Μπαλταδες
κατα πως η καταιγιδα
στο σημειο μηδεν οπου ευωδιαζει
απ' αρχης παλι ενα πουλι
καθαρο παλιννοστουσε το αιμα
και τα τερατα επαιρναν την οψη του ανθρωπου
Τοσο ευλογο το Ακατανοητο
Ύστερα και οι ανεμοι ολης της φαμιλιας μου εφτασαν
τ' αγορια με τα φουσκωμενα μαγουλα
και τις πρασινες ουρες ομοια Γοργονες
και οι αλλοι γεροντες γνωριμοι παλαιοι οστρακοδερμοι γενειοφοροι
Και το νεφος εχωρισαν στα δυο Και αυτο παλι στα τεσσερα
και το λιγο που απομεινε φυσηξαν στο Βορρα
Με πλατυ πατησε ποδι στα νερα και αγερωχος ο μεγας Κούλες
Η γραμμη του οριζοντα ελαμψε
ορατη και πυκνη και αδιαπεραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρωτος υμνος

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο Αχειροποιητος
με το δαχτυλο εσυρε τις μακρινες
γραμμες
ανεβαινοντας καποτε ψηλα με οξυτητα
και φορες πιο χαμηλα οι καμπυλες απαλες
μια μεσα στην αλλη
στεριες μεγαλες που ενιωσα
να μυριζουνε χωμα οπως η νοηση
Τοσο ηταν αληθεια
που πιστα μ' ακολουθησε το χωμα
εγινε σε μεριες κρυφες πιο κοκκινο
και αλλου με πολλες μικρες πευκοβελονες
Υστερα πιο νωχελικα
οι λοφοι οι κατωφερειες
αλλοτε και το χερι αργο σε αναπαυση
τα λαγκαδια οι καμποι
κι αξαφνα παλι βραχοι αγριοι και γυμνοι
δυνατες πολυ παρορμησεις
Μια στιγμη που εσταθηκε να στοχαστει
κατι δυσκολο ή κατι το υψηλο:
ο Ολυμπος, ο Ταϋγετος
"Κατι που να σου σταθει βοηθος
και αφου πεθανεις" ειπε
Και στις πετρες μεσα τραβηξε κλωστες
κι απ' τα σπλαχνα της γης ανεβασε σχιστολιθο
ενα γυρο σ' ολη την πλαγια τα πλατια στερεωσε σκαλοπατια
Εκει μονος απιθωσε
κρηνες λευκες μαρμαρινες
μυλους ανεμων
τρουλους ροδινους μικρους
και ψηλους διατρητους περιστεριωνες
Αρετη με τις τεσσερις ορθες γωνιες
Κι επειδη συλλοστηκεν ωραια που ειναι στην αγκαλια ο ενας του αλλου
γεμισαν ερωτα οι μεγαλες γουρνες
αγαθα σκυψανε τα ζωα μοσκαρια και αγελαδες
σα να μη ητανε στον κοσμο πειρασμος κανενας
και να μη ειχαν γινει ακομη τα μαχαιρια
"Η ειρηνη θελει δυναμη να την αντεξεις" ειπε
και στροφη γυρω του κανοντας μ' ανοιχτες παλαμες εσπειρε
φλομους κροκους καμπανουλες
ολων των ειδων της γης τ' αστερια
τρυπημενα στο ενα φυλλο τους για σημειο καταγωγης
και υπεροχή και δυναμη

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακουσω αγερα ή μουσικη
που κινουσα σε ξαγναντο να βγω
(μιαν απεραντη κοκκινη αμμο ανεβαινα
με τη φτερνα μου σβηνοντας την Ιστορια)
παλευα τα σεντονια Ηταν αυτο που γυρευα
και αθωο και ριγηλο σαν αμπελωνας
και βαθυ και αχαραγο σαν η αλλη οψη τ' ουρανου
Κατι λιγο ψυχης μεσα στην αργιλλο
Τοτε ειπε και γεννηθηκεν η θαλασσα
και ειδα και θαυμασα
Και στη μεση της εσπειρε κοσμους μικρους
κατ' εικονα και ομοιωση μου:
Ιπποι πετρινοι με τη χαιτη ορθη
και γαληνιοι αμφορεις
και λοξες δελφινιων ραχες
η Ιος η Σικινος η Σεριφος η Μηλος
"Καθε λεξη κι απο 'να χελιδονι
για να σου φερνει την ανοιξη μεσα στο θερος" ειπε
Και πολλα τα λιοδεντρα
που να κρησαρουν στα χερια τους το φως
κι ελαφρο v' απλωνεται στον υπνο σου
και πολλα τα τζιτζικια
που να μην τα νιωθεις
οπως δε νιωθεις το σφυγμο στο χερι σου
αλλα λιγο το νερο
για να το 'χεις Θεο και να κατεχεις τι σημαινει ο λογος του
και το δεντρο μοναχο του
χωρις κοπαδι
για να το κανεις φιλο σου
και να γνωριζεις τ' ακριβο του τ' ονομα
φτενο στα ποδια σου το χωμα
για να μην εχεις που ν' απλωσεις ριζα
και να τραβας του βαθους ολοενα
και πλατυς επανου ο ουρανος
για να διαβαζεις μονος σου την απεραντοσυνη







2 σχόλια:

mareld είπε...

Οι κρυφες συλλαβες οπου πασχιζα την ταυτοτητα μου ν' αρθρωσω
"Ευγε, μου ειπε, και αναγνωση γνωριζεις
και πολλα μελλει να μαθεις
αν το Ασημαντο εμβαθυνεις..

mareld είπε...

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας